Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαστρωμάτωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαστρωμάτωση η [δiastromátosi] Ο33 : χωρισμός, κατανομή ενός συνόλου σε τμήματα, από τα οποία το ένα βρίσκεται πάνω στο άλλο: Kοινωνική ~, το σύνολο των στρωμάτων μιας κοινωνίας: Περιγραφή / ανάλυση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης.

[λόγ. δια- στρωματ- (στρώμα) -ωσις > -ωση μτφρδ. γαλλ. stratification]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες