Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαστρωμάτωση η [δiastromátosi] Ο33 : χωρισμός, κατανομή ενός συνόλου σε τμήματα, από τα οποία το ένα βρίσκεται πάνω στο άλλο: Kοινωνική ~, το σύνολο των στρωμάτων μιας κοινωνίας: Περιγραφή / ανάλυση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης.
[λόγ. δια- στρωματ- (στρώμα) -ωσις > -ωση μτφρδ. γαλλ. stratification]