Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαστροφή η [δiastrofí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαστρέφω. 1. αλλοίωση μιας βιολογικής, ψυχικής ή νοητικής λειτουργίας, έτσι ώστε να γίνει μη φυσιολογική: ~ του γούστου / του χαρακτήρα κάποιου. Πνευματική / ηθική / συναισθηματική ~. H εμπορική διαφήμιση έχει ως αποτέλεσμα όχι απλώς την καθοδήγηση, αλλά τη ~ των προτιμήσεων του καταναλωτή. (προφ.) Aυτό είναι / καταντάει ~, για υπερβολική σχολαστικότητα. || (ψυχιατρ.) ~ του γενετήσιου ενστίκτου ή σεξουαλική ~, απόκλιση από ό,τι θεωρείται σεξουαλικά ομαλό: H κτηνοβασία είναι σεξουαλική ~. 2 (σπάν.) η διαστρέβλωση.
[λόγ. < ελνστ. διαστροφή, αρχ. σημ.: `στρίψιμο΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- διαστροφή η.
-
- (Προκ. για κινήσεις χορευτή) επιδέξια στροφή ή κάμψη του σώματος ή μέλους του:
- (Διγ. Z 4076).
[αρχ. ουσ. διαστροφή. Η λ. και σήμ.]
- (Προκ. για κινήσεις χορευτή) επιδέξια στροφή ή κάμψη του σώματος ή μέλους του: