Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαστρέφω [δiastréfo] -ομαι Ρ αόρ. διέστρεψα, απαρέμφ. διαστρέψει, παθ. αόρ. διαστράφηκα, απαρέμφ. διαστραφεί, μππ. διεστραμμένος* : 1. αλλοιώνω μια βιολογική, ψυχική ή νοητική λειτουργία ή εκδήλωση, την κάνω μη φυσιολογική: ~ τις ορμές / τα γούστα / τα συναισθήματα κάποιου. Συναναστροφές που διαστρέφουν το χαρακτήρα του παιδιού. 2. (σπάν.) διαστρεβλώνω.
[λόγ. < αρχ. διαστρέφω]
[Λεξικό Κριαρά]
- διαστρέφω.
-
- (Μεταφ. προκ. για ομιλία) μεταφέρω:
- Τον λόγον ας διαστρέψομεν πάλιν στην Μαργαρώνα (Ιμπ. 483).
- Οι μτχ. παρκ. διεστραμμένος και διαστρεμμένος ως επίθ. = κακός, μοχθηρός:
- διεστραμμένη γέννα (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 549)·
- διαστρεμμένος άνθρωπος (Χρον. σουλτ. 9316).
[αρχ. διαστρέφω. Η λ. και σήμ.]
- (Μεταφ. προκ. για ομιλία) μεταφέρω: