Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαστολή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαστολή η [δiastolí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαστέλλω. 1. ANT συστολή 1. α. (φυσ.) αύξηση των διαστάσεων ενός υλικού σώματος με την επίδραση της θερμότητας: ~ των στερεών / των υγρών / των αερίων. Γραμμική / επιφανειακή / κυβική ~ των στερεών. || ~ του χρόνου. || (αστρον.) ~ του σύμπαντος, το φαινόμενο της απομάκρυνσης των γαλαξιών. β. (φυσιολ.) αύξηση του όγκου ενός οργάνου του σώματος: ~ της κόρης του οφθαλμού / του στομάχου / της μήτρας. Φυσική / τεχνητή ~. || ~ των μυών της καρδιάς / των αρτηριών. 2. (σπάν.) διαχωρισμός συγγενικών αντικειμένων, ιδίως εννοιών, με βάση τις διαφορές τους. 3. (μουσ.) η κάθετη γραμμή που χωρίζει το πεντάγραμμο σε μέτρα.

[λόγ.: 1β, 2: ελνστ. διαστολή· 3: ελνστ. διαστολή με βάση τη σημ.: `διάκριση φθογγοσήμων΄· 1α: σημδ. γαλλ. dilatation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες