Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαστολέας ο [δiastoléas] Ο21 : ιατρικό εργαλείο με το οποίο γίνεται τεχνητή διαστολή του στομίου κοιλοτήτων του σώματος ή τραυμάτων: Ο ~ του κόλπου / της μήτρας.
[λόγ. < ελνστ. διαστολεύς, αιτ. -έα]