Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διασταυρούμενος -η -ο [δiastavrúmenos] Ε5 : που διασταυρώνεται: Διασταυρούμενα ξίφη. Διασταυρούμενα πυρά και ως ΦΡ όταν βάλλεται κάποιος από διαφορετικές πλευρές: Mέσα από διασταυρούμενα πυρά η κυβέρνηση οδεύει προς εκλογές.
[λόγ. μπε. < αρχ. διασταυροῦμαι `οχυρώνω΄ με αλλ. της σημ. κατά τη λ. σταυρός μτφρδ. γαλλ. croisé]