Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διασταυρούμενος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διασταυρούμενος -η -ο [δiastavrúmenos] Ε5 : που διασταυρώνεται: Διασταυρούμενα ξίφη. Διασταυρούμενα πυρά και ως ΦΡ όταν βάλλεται κάποιος από διαφορετικές πλευρές: Mέσα από διασταυρούμενα πυρά η κυβέρνηση οδεύει προς εκλογές.

[λόγ. μπε. < αρχ. διασταυροῦμαι `οχυρώνω΄ με αλλ. της σημ. κατά τη λ. σταυρός μτφρδ. γαλλ. croisé]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες