Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διασταλτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διασταλτικός -ή -ό [δiastaltikós] Ε1 : α. που μπορεί να διασταλεί ή να προκαλέσει διαστολή. ANT συσταλτικόςα: H διασταλτική ιδιότητα της θερμότητας. β. (νομ.) Διασταλτική ερμηνεία (ενός νόμου / διατάγματος), ερμηνεία που επεκτείνει την έννοια του νόμου σε θέματα που δεν περιλαμβάνονται στο γράμμα του νόμου, αλλά ανταποκρίνονται στο πνεύμα του.

[λόγ. < ελνστ. διασταλτικός `διαστολικός΄, σημδ.: α: γαλλ. dilatant· β: αγγλ.(;) broad interpretation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες