Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαστέλλω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαστέλλω [δiastélo] -ομαι Ρ αόρ. διέστειλα, απαρέμφ. διαστείλει, παθ. αόρ. διαστάλθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και διεστάλη, διεστάλησαν, απαρέμφ. διασταλεί, μππ. διεσταλμένος : 1. ANT συστέλλω. α. (φυσ.) αυξάνω την έκταση ή τον όγκο ενός σώματος με αύξηση της θερμοκρασίας: Όλα τα υλικά σώματα, όταν θερμανθούν, διαστέλλονται. β. (φυσιολ.) αυξάνω τον όγκο ενός οργάνου του σώματος: Διαστέλλεται η κόρη του ματιού / η μήτρα. Διαστέλλονται τα αιμοφόρα αγγεία. 2. διαχωρίζω συγγενικά αντικείμενα, ιδίως έννοιες, με βάση τις διαφορές τους: Πρέπει να διαστέλλουμε την κοινωνικοποίηση από την κρατικοποίηση / την ιδιωτική από την κρατική βία.

[λόγ. < αρχ. διαστέλλω]

[Λεξικό Κριαρά]
διαστέλλω.
  • Ανοίγω:
    • διαστείλας το στόμα του ιέρακος … τρίβε … τον ουρανίσκον (Ιερακοσ. 42711).

[αρχ. διαστέλλω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες