Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διασπείρω [δiaspíro] -ομαι Ρ αόρ. διέσπειρα, απαρέμφ. διασπείρει, παθ. αόρ. διασπάρθηκα, απαρέμφ. διασπαρεί, μππ. διασπαρμένος και διεσπαρμένος : (λόγ.) 1α. (για πληροφορία ιδίως ανακριβή) διαδίδω: Διασπείρει ανυπόστατες φήμες / ψευδείς ειδήσεις. β. (σπάν., για δυσάρεστο συναίσθημα) προκαλώ σε πολλούς ανθρώπους: Διασπείρει τον τρόμο / τον πανικό. 2. (για σύνολο ιδίως προσώπων) διασκορπίζω.
[λόγ. < αρχ. διασπείρω `σκορπώ΄ σημδ. αγγλ. disseminate]
[Λεξικό Κριαρά]
- διασπείρω.
-
- Διασκορπίζω σε διάφορες κατευθύνσεις:
- σκλάβοι διεσπάρτησαν σ’ όλην την οικουμένην (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 258).
- Η μτχ. παρκ. διεσπαρμένος ως επίθ. = (προκ. για νόμους) που δεν είναι συγκεντρωμένοι, κωδικοποιημένοι:
- (Βακτ. αρχιερ. 209).
[αρχ. διασπείρω. Η λ. και σήμ.]
- Διασκορπίζω σε διάφορες κατευθύνσεις: