Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διασκορπίζω [δiaskorpízo] -ομαι Ρ2.1 : σκορπίζω τα τμήματα ενός συνόλου, ιδίως προσώπων, έτσι ώστε να μη βρίσκονται στο ίδιο μέρος αλλά σε διαφορετικά: Kυρίεψε την πόλη, την κατέστρεψε και διασκόρπισε τους κατοίκους της. Ο εχθρικός στρατός νικήθηκε και διασκορπίστηκε. || (επέκτ., για υλικά αγαθά) σπαταλώ.
[λόγ. < ελνστ. διασκορπίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- διασκορπίζω.
-
- Α´ Μτβ.
- 1) Σκορπίζω, διαλύω:
- τους εχθρούς στον πόλεμον να τους διασκορπίζεις (Κορων., Μπούας 65)·
- της νυκτός ο ήλιος το σκότος διασκορπίζει (Αιτωλ., Βοηβ. 49)·
- (μεταφ.):
- διασκορπίζεις τες καρδιές (Ερωτοπ. 694).
- 2) (Προκ. για τον ήλιο) φωτίζω:
- (Ζήν. Ε´ 101).
- 1) Σκορπίζω, διαλύω:
- Β´ (Αμτβ.) διαλύομαι:
- το πλοίον διεσκόρπισεν, επνίγησαν οι πάντες (Απολλών. 137).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = (προκ. για το νου) που δεν είναι συγκεντρωμένος:
- Βασανισμένη μου καρδιά, νου μου διασκορπισμένε (Ερωφ. Β´ 439).
[μτγν. διασκορπίζω. Η λ. και σήμ.]
- Α´ Μτβ.