Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διασκευάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διασκευάζω [δiaskevázo] -ομαι Ρ2.1 : αλλάζω κτ. έτσι ώστε να είναι κατάλληλο για ορισμένη άλλη χρήση ή να ικανοποιεί ορισμένες ανάγκες: Λογοτεχνικό κείμενο διασκευασμένο για το ραδιόφωνο / για σχολική χρήση. Πλοίο διασκευασμένο σε πλωτό νοσοκομείο.

[λόγ. < ελνστ. διασκευάζω `επεξεργάζομαι για δημοσίευση΄ < αρχ. διασκευάζομαι `εξοπλίζομαι, τακτοποιούμαι΄ σημδ. γαλλ. arranger]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες