Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διασκελίζω [δiaskelízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) δρασκελίζω.
[λόγ. < μσν. διασκελίζω ενεργ. του ελνστ. διασκελίζομαι `κρατώ τα σκέλη χωρισμένα΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- διασκελίζω.
-
- Περνώ πάνω από κ. με ανοικτά σκέλη:
- να διασκελίσω απάνου σας (Πεντ. Έξ. XII 13)·
- να διασκελίσουν δεν τορμούν του βασιλεώς το σάλον (Φυσιολ. (Legr.) 955).
[ενεργ. του αρχ. διασκελίζομαι. Η λ. τον 5. αι. (DGE), στο LBG και σήμ. λόγ. και ιδιωμ. (Andr.)· τ. δρα‑ λαϊκ. (πβ. δρασκελεύω, ‑ώνω)]
- Περνώ πάνω από κ. με ανοικτά σκέλη: