Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διασκέλισμα το [δiaskélizma] Ο49 : 1. (λόγ.) δρασκελιά. 2. διασκελισμός2.
[λόγ. διασκελισ- (διασκελίζω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- διασκέλισμα το.
-
- Βάδισμα· με ανοιχτό βήμα, δρασκελιά:
- το διώμα, το διασκέλισμα, την όψη του προσώπου (Φορτουν. Γ´ 743).
[<αόρ. του διασκελίζω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Somav. και σήμ. λόγ.]
- Βάδισμα· με ανοιχτό βήμα, δρασκελιά: