Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διασαφηνίζω [δiasafinízo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κτ. πιο σαφές, πιο κατανοητό: Zητώ να διασαφηνιστούν ορισμένα σκοτεινά σημεία της εγκυκλίου.
[λόγ. < αρχ. διασαφηνίζω]