Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαρρύθμιση η [δiaríθmisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαρρυθμίζω: Aσχολείται με τη ~ του καινούριου εργαστηρίου. Aλλάζω / τροποποιώ τη ~ ενός χώρου. H ~ του σπιτιού σου δεν είναι καθόλου βολική.
[λόγ. διαρρυθμι- (διαρρυθμίζω) -σις > -ση]