Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαρρυθμίζω [δiariθmízo] -ομαι Ρ2.1 : τακτοποιώ, διευθετώ, διαμορφώνω ένα χώρο: Σπίτι / διαμέρισμα σωστά διαρρυθμισμένο.
[λόγ. < ελνστ. διαρρυθμίζω]