Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαρρηγνύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαρρηγνύω [δiariγnío] -ομαι Ρ αόρ. διέρρηξα, απαρέμφ. διαρρήξει, παθ. αόρ. διαρρήχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και διερράγη, διερράγησαν, απαρέμφ. διαρρηχθεί και διαρραγεί, μππ. διαρρηγμένος : 1. παραβιάζω κλειστό, ιδίως κλειδωμένο, χώρο, με σκοπό την κλοπή: Άγνωστοι διέρρηξαν ένα κατάστημα / το χρηματοκιβώτιο. Tους διέρρηξαν το σπίτι / το γραφείο. 2. (λόγ.) α. σπάζω, σκίζω κτ. ΦΡ ~ τα ιμάτιά* μου. β. διακόπτω κτ.: Διέρρηξαν τις σχέσεις τους.

[λόγ.: 2: αρχ. διαρρήγνυ(μι) μεταπλ. (σύγκρ. δείκνυμι > δεικνύω)· 1: κατά τη σημ. του ελνστ. διαρρήσσω `σπάζω και μπαίνω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες