Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαρθρωτικός -ή -ό [δiarθrotikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη διάρθρωση: Διαρθρωτικές σχέσεις / μεταβολές / αλλαγές. || (οικον.): Διαρθρωτική ανεργία. Διαρθρωτικές διακυμάνσεις.
διαρθρωτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. διαρθρωτικός]