Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαπόμπευση η [δiapómbefsi] Ο33 : περιφορά κάποιου δημοσίως με στόχο το γενικό χλευασμό του: ~ της μοιχαλίδας / του κλέφτη. || (επέκτ.) για οποιοδήποτε δημόσιο χλευασμό.
[λόγ. διαπομπεύ(ω) -σις > -ση]