Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- διαπρεπίζω.
-
- I. Ενεργ.
- 1) Τιμώ, σέβομαι:
- απομπροστά γερατειό να σηκωθείς και να διαπρεπίσεις πρόσωπα γέρου (Πεντ. Λευιτ. XIX 32).
- 2) Ευνοώ, παίρνω το μέρος κάπ.:
- φτωχό μη διαπρεπίσεις εις το δικάσιμό του (αυτ. Έξ. XXIII 3).
- 1) Τιμώ, σέβομαι:
- II. (Μέσ.) ?δοξάζομαι, ωφελούμαι:
- διαπρεπίσου απάνω μου, για πότε να ψάλλω γιατ’ εσέν (αυτ. Έξ. VIII 5).
[<διαπρέπω κατά τα ρ. σε ‑ίζω]
- I. Ενεργ.