Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαπρεπής -ής -ές
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαπρεπής -ής -ές [δiaprepís] Ε10 : (για πρόσ.) που είναι πολύ καλός σε ορισμένο τομέα και γι΄ αυτό πολύ γνωστός: Ένας ~ επιστήμονας / πολιτικός.

[λόγ. < αρχ. διαπρεπής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες