Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαπρεπής -ής -ές [δiaprepís] Ε10 : (για πρόσ.) που είναι πολύ καλός σε ορισμένο τομέα και γι΄ αυτό πολύ γνωστός: Ένας ~ επιστήμονας / πολιτικός.
[λόγ. < αρχ. διαπρεπής]