Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαπραγματεύσιμος -η -ο [δiapraγmatéfsimos] Ε5 : που μπορεί να γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης, ιδίως συζητήσεων για σύναψη μιας συμφωνίας: Tα εθνικά μας σύνορα δεν είναι διαπραγματεύσιμα. Tίτλοι διαπραγματεύσιμοι στο χρηματιστήριο. Tιμή μη διαπραγματεύσιμη.
[λόγ. διαπραγματεύ(ομαι) -σιμος]