Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαπρέπω [δiaprépo] Ρ αόρ. διέπρεψα, απαρέμφ. διαπρέψει : έχω μεγάλες επιτυχίες σε ορισμένο τομέα και γι΄ αυτό είμαι πολύ γνωστός: Σπούδασε νομικά και διέπρεψε ως δικηγόρος. Έλληνας καλλιτέχνης / επιστήμονας που διαπρέπει στο εξωτερικό.
[λόγ. < αρχ. διαπρέπω]
[Λεξικό Κριαρά]
- διαπρέπω· μτχ. ενεστ. διαπρεπούμενος.
-
- 1) Εξέχω, διακρίνομαι σε κ.:
- διαπρέποντα εν ωραιότητι και φρονήσει (Τρωικά 5256).
- 2) Ευνοώ:
- μη διαπρέψεις πρόσωπα μεγάλο (Πεντ. Λευιτ. XIX 15).
- Η μτχ. ενεστ. διαπρεπούμενος ως επίθ. = ωραίος:
- καρπό δέντρου διαπρεπουμένου (Πεντ. Λευιτ. XXIII 40).
[αρχ. διαπρέπω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Εξέχω, διακρίνομαι σε κ.: