Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαποτίζω [δiapotízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. (για υγρό) διαπερνώ ή βρέχω εντελώς κτ.: H υγρασία διαπότισε τον τοίχο. 2. (μτφ.) επηρεάζω κπ. σε πολύ μεγάλο βαθμό: Ένα μεγάλο τμήμα του ελληνικού λαού είχε διαποτιστεί από τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης.
[λόγ. δια- ποτίζω μτφρδ. γαλλ. imbiber ή < σπάν. μσν. διαποτίζω < δια- ποτίζω]