Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαπλάθω [δiapláθo] -ομαι Ρ αόρ. διέπλασα, απαρέμφ. διαπλάσει, παθ. αόρ. διαπλάστηκα, απαρέμφ. διαπλαστεί, μππ. διαπλασμένος : (για πρόσ.) διαμορφώνω κπ. ηθικά και πνευματικά, διαπαιδαγωγώ: Kαθήκον της παιδείας είναι να διαπλάθει σωστά το παιδί. || (επέκτ.): ~ το ήθος / το χαρακτήρα κάποιου.
[λόγ. < αρχ. διαπλάσσω μεταπλ. για προσαρμ. στη δημοτ. κατά το πλάσσω > πλάθω]