Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαπιστευμένος -η -ο [δiapistevménos] Ε3 : για διπλωματικό αντιπρόσωπο που έχει διοριστεί επίσημα σε άλλο κράτος. || (ως ουσ.).
[λόγ. < διαπεπιστευμένος προσαρμ. στη δημοτ. με παράλειψη του αναδιπλ.]