Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαπερατός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαπερατός -ή -ό [δiaperatós] Ε1 : που μπορεί κάποιος ή κτ. να τον διαπεράσει: Πετρώματα μη διαπερατά από το νερό.

[λόγ. < αρχ. διαπερα- (διαπερῶ) `διαπερνώ΄ -τός μτφρδ. γαλλ. perméable]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες