Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαπαιδαγώγηση η [δiapeδaγójisi] Ο33 : χρήση μέσων, μεθόδων κτλ. με στόχο την ηθική και πνευματική ανάπτυξη ενός νέου κυρίως ατόμου: Aνέθεσε τη ~ των παιδιών του σε ξακουστούς δασκάλους. Πολιτική / κοινωνική / σεξουαλική ~. Mένει στο σπίτι κι ασχολείται με τη ~ των παιδιών της. || η σχετική μέθοδος: Kαταπιεστική / συντηρητική / φιλελεύθερη ~. || το σχετικό αποτέλεσμα: Έχει κάποιος καλή / κακή ~ από το σπίτι του.
[λόγ. διαπαιδαγωγη- (διαπαιδαγωγώ) -σις > -ση]