Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαπίστωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαπίστωση η [δiapístosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαπιστώνω: H ~ ότι… / της αλήθειας. Tο συνέδριο, στηριζόμενο στις παραπάνω διαπιστώσεις, προτείνει τα ακόλουθα μέτρα.

[λόγ. διαπιστω- (δες διαπιστώνω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες