Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαπίστευση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαπίστευση η [δiapístefsi] Ο33 : ο επίσημος διορισμός κάποιου ως διπλωματικού αντιπροσώπου, ιδίως πρεσβευτή, σε άλλο κράτος.

[λόγ. < αρχ. διαπιστεύ(ω) (δες στο διαπεπιστευμένος) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες