Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαπάλη η [δiapáli] Ο30 (χωρίς πληθ.) : έντονος ανταγωνισμός μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων ή ομάδων με στόχο την επικράτηση: Kοινωνική / πολιτική ~. Δεν έληξε ακόμα η ~ στο εσωτερικό του κόμματος. Εποχή οξύτατης ιδεολογικής διαπάλης και κοινωνικών συγκρούσεων.
[λόγ. < ελνστ. διαπάλη]