Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαπάλη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαπάλη η [δiapáli] Ο30 (χωρίς πληθ.) : έντονος ανταγωνισμός μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων ή ομάδων με στόχο την επικράτηση: Kοινωνική / πολιτική ~. Δεν έληξε ακόμα η ~ στο εσωτερικό του κόμματος. Εποχή οξύτατης ιδεολογικής διαπάλης και κοινωνικών συγκρούσεων.

[λόγ. < ελνστ. διαπάλη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες