Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαξιφισμός ο [δiaksifizmós] Ο17 (συνήθ. πληθ.) : φράση, έκφραση κτλ. που χρησιμοποιείται σε συζήτηση και είναι πολύ επικριτική για το συνομιλητή: Οι πολιτικοί αρχηγοί ανταλλάσσουν διαξιφισμούς στη βουλή. H δίκη συνεχίζεται με διαξιφισμούς μεταξύ πολιτικής αγωγής και υπεράσπισης.
[λόγ. < ελνστ. διαξιφισμός `μάχη με ξίφη΄]