Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διανύω [δianío] -ομαι Ρ9 αόρ. και διήνυσα, απαρέμφ. διανύσει : 1. κινούμαι κάνοντας μια διαδρομή σε ορισμένο χώρο και φτάνω από τη μια άκρη του ως την άλλη: Tο αεροπλάνο διανύει την απόσταση μεταξύ Aθηνών και Θεσσαλονίκης σε μισή ώρα. Όχημα το οποίο διανύει διάστημα δέκα χιλιομέτρων ανά ώρα, κινείται με δέκα χιλιόμετρα την ώρα. 2. βρίσκομαι ή εξελίσσομαι σε ορισμένο χρονικό διάστημα: Tο έτος / ο μήνας που διανύουμε. Παιδί που διανύει το δέκατο έτος της ηλικίας του. || περνώ: Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις διανύουν περίοδο κρίσης.
[λόγ. < αρχ. διανύω `φέρνω σε πέρας (ταξίδι)΄ & σημδ. γαλλ. parcourir]
[Λεξικό Κριαρά]
- διανύω.
-
- Διατρέχω, εκτελώ:
- (Σφρ., Χρον. 4814).
[αρχ. διανύω. Η λ. και σήμ.]
- Διατρέχω, εκτελώ: