Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διανόημα το [δianóima] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : το αποτέλεσμα του διανοούμαι· βαθιά και ιδίως φιλοσοφική σκέψη: Tα διανοήματα του Πλάτωνα / του Kαντ.
[λόγ. < αρχ. διανόημα]