Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διανυσματικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διανυσματικός -ή -ό [δianizmatikós] Ε1 : (μαθημ.) ανυσματικός.

[λόγ. διανυσματ- (διάνυσμα) -ικός μτφρδ. γαλλ. vectoriel]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες