Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- διανυκτού, επίρρ.· διανυχθού.
-
- Κατά τη διάρκεια της νύχτας:
- διανυκτού τον έδωκεν πόνος εις τα νεφρά ντου (Χρον. Τόκκων 1532).
[<συνεκφ. διά νυκτός (αρχ., L‑S, λ. νυξ Ι2)· πβ. γεν. νυκτού του ουσ. νύκτα]
- Κατά τη διάρκεια της νύχτας: