Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διανυκτερεύω [δianikterévo] Ρ5.1α : 1. περνώ κάπου όλη τη νύχτα ή κοιμάμαι κάπου, όχι στο σπίτι μου: Θα διανυκτερεύσουμε στο ύπαιθρο / σε ξενοδοχείο. 2. (για φαρμακείο, κατάστημα κτλ.) λειτουργώ όλη τη νύχτα: Φαρμακείο / καφενείο / βενζινάδικο που διανυκτερεύει.
[λόγ. < αρχ. διανυκτερεύω (στη σημ. 1)]
[Λεξικό Κριαρά]
- διανυκτερεύω· διανυκτιρεύω.
-
- Περνώ τη νύχτα, ξενυχτώ:
- πλείστοι διανυκτιρεύσαντες εν τῃ σορῴ της οσίας (Δούκ. 36915).
[αρχ. διανυκτερεύω. Για τον τ. πβ. Psaltes 1913: 19-20. Η λ. και σήμ.]
- Περνώ τη νύχτα, ξενυχτώ:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διανυκτερεύων -ουσα -ον [δianikterévon] Ε12 : (ιδίως για κατάστημα) που διανυκτερεύει: Διανυκτερεύοντα φαρμακεία.
[λόγ. μεε. του ρ. διανυκτερεύω]