Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διανυκτέρευση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διανυκτέρευση η [δianiktérefsi] Ο33 : 1. το να περνά κάποιος τη νύχτα ή να κοιμάται κάπου, όχι στο σπίτι του: Mία ~ σε ξενοδοχείο / στο ύπαιθρο. Δωμάτιο για ~ των γιατρών του νοσοκομείου. || (στρατ.) παραμονή έξω από το στρατόπεδο κατά τη διάρκεια της νύχτας με ειδική άδεια. 2. λειτουργία, συνήθ. φαρμακείου, κατά τη διάρκεια της νύχτας: Yποχρεωτική / προαιρετική ~ ενός καταστήματος. Kάθε φαρμακείο πραγματοποιεί ορισμένες διανυκτερεύσεις κάθε μήνα.

[λόγ. < ελνστ. διανυκτέρευ(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες