Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διανοουμενίστικος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διανοουμενίστικος -η -ο [δianoumenístikos] Ε5 : που μιμείται τους διανοουμένους ή τα δημιουργήματά τους: Διανοουμενίστικο κοινό / κείμενο / άρθρο. διανοουμενίστικα ΕΠIΡΡ: Mιλάει / συμπεριφέρεται / φέρεται ~.

[διανοούμεν(ος) -ίστικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες