Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διανεμητικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διανεμητικός -ή -ό [δianemitikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη διανομή: ~ λογαριασμός. Διανεμητική πολιτική. || (γραμμ.) Διανεμητικά αριθμητικά, π.χ. ανά δύο, ανά τρεις κτλ., ή δύο δύο, τρεις τρεις κτλ. διανεμητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. διανεμητικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες