Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διανεμητικός -ή -ό [δianemitikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη διανομή: ~ λογαριασμός. Διανεμητική πολιτική. || (γραμμ.) Διανεμητικά αριθμητικά, π.χ. ανά δύο, ανά τρεις κτλ., ή δύο δύο, τρεις τρεις κτλ.
διανεμητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. διανεμητικός]