Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διανέμω [δianémo] -ομαι Ρ αόρ. διένειμα, απαρέμφ. διανείμει, παθ. αόρ. διανεμήθηκα, απαρέμφ. διανεμηθεί, μππ. διανεμημένος : (λόγ.) κάνω διανομή, μοιράζω: Διένειμε την περιουσία του στους φτωχούς. Θα διανεμηθούν δώρα σε ορφανά παιδιά.
[λόγ. < αρχ. διανέμω]
[Λεξικό Κριαρά]
- διανέμω.
-
- Μοιράζω:
- (Αλφ. 1484).
[αρχ. διανέμω. Η λ. και σήμ.]
- Μοιράζω: