Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαμορφώνω [δiamorfóno] -ομαι Ρ1 : 1. δίνω σε κτ. μορφή, σχήμα, σχηματίζω: Tα στρώματα του στερεού φλοιού της γης διαμορφώθηκαν σε διάφορες γεωλογικές περιόδους. Ο δήμαρχος διαμόρφωσε το χώρο της αλάνας σε πάρκο, μετέτρεψε. Ένας μη διαμορφωμένος υπαίθριος χώρος. || παίρνω την οριστική μορφή μου, που είναι αποτέλεσμα μιας εξελικτικής διαδικασίας: Διαμορφώνεται το σώμα κάποιου / κάποιας, αποκτά τα αντρικά / γυναικεία χαρακτηριστικά. 2α. διαπλάθω ηθικά, πνευματικά: Tο πανεπιστήμιο οφείλει να διαμορφώσει ελεύθερα πνεύματα. Εμπειρίες που διαμορφώνουν τον ανθρώπινο χαρακτήρα. β. για κτ. που προκύπτει ως αποτέλεσμα ενεργειών, δραστηριοτήτων, διαδικασιών ή άλλων γεγονότων που προηγήθηκαν: ~ γνώμη / άποψη. Διαμορφώνεται κλίμα φοβίας / αμοιβαίας εμπιστοσύνης. || Οι τιμές των τροφίμων διαμορφώθηκαν σε πολύ υψηλά επίπεδα.
[λόγ. < ελνστ. διαμορφ(ῶ) -ώνω]