Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαμονή η [δiamoní] Ο29 : το να μένει, να κατοικεί κάποιος κάπου: Παρέτεινε για έναν ακόμη χρόνο τη ~ του στο εξωτερικό. Ολιγοήμερη / μακροχρόνια ~. Θερινή / χειμερινή ~. Έξοδα διαμονής. || Tόπος διαμονής, συνήθ. για προσωρινή διαμονή. Άτομο άγνωστης διαμονής.
[λόγ. < αρχ. διαμονή `μονιμότητα΄ σημδ. γαλλ. résidence]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαμονητήριο το [δiamonitírio] Ο40 : έγγραφο με το οποίο δίνεται σε κπ. άδεια προσωρινής διαμονής στο Άγιο Όρος.
[λόγ. διαμον(ή) -ητήριον κατά το ελνστ. κατοικ-η-τήριον `κατάλυμα΄]