Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαμηνύω [δiaminío] -ομαι Ρ9 αόρ. και διεμήνυσα, απαρέμφ. διαμηνύσει : (λόγ.) παραγγέλλω σε κπ. κτ. μέσο κάποιου άλλου.
[λόγ. < μσν. διαμηνύω, ελνστ. σημ.: `υποδεικνύω καθαρά΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- διαμηνύω.
-
- I. (Ενεργ., απρόσ.) στέλνεται μήνυμα:
- διεμηνύθη ούν υπό του αυθεντός ίνα έλθῃ (Έκθ. χρον. 8113).
- II. (Μέσ.) στέλνω μήνυμα σε κάπ., παραγγέλλω:
- διεμηνύσατο ο ρήγας …, όπως στείλει αρμάδαν (αυτ. 8417).
[μτγν. διαμηνύω. Τ. ‑μηνώ σήμ. ιδιωμ.]
- I. (Ενεργ., απρόσ.) στέλνεται μήνυμα: