Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαμετρικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαμετρικός -ή -ό [δiametrikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στη διάμετρο. 2. που είναι τελείως διαφορετικός από κπ. άλλο: Διαμετρική αντίθεση, πλήρης, απόλυτη. διαμετρικά ΕΠIΡΡ: Δύο σημεία της περιφέρειας του κύκλου ~ αντίθετα ορίζουν τη θέση μιας διαμέτρου. ΦΡ ~ αντίθετος, που βρίσκεται απέναντι ή είναι τελείως διαφορετικός: Tοίχοι / χαρακτήρες ~ αντίθετοι. Aντιλήψεις / απόψεις / γνώμες ~ αντίθετες.

[λόγ. < ελνστ. διαμετρικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες