Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαμετακομιστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαμετακομιστικός -ή -ό [δiametakomistikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη διαμετακόμιση: Διαμετακομιστικό εμπόριο. Λιμάνι που παίζει ρόλο διαμετακομιστικού κέντρου.

[λόγ. διαμετακομισ- (διαμετακομίζω) -τικός μτφρδ. γαλλ. transitaire]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες