Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαμετακομίζω [δiametakomízo] -ομαι Ρ2.1 : (σπάν.) μεταφέρω αγαθά από μια χώρα σε άλλη μέσο μιας τρίτης.
[λόγ. δια- μετακομίζω μτφρδ. γαλλ. transiter]