Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαμελίζω [δiamelízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. (για πρόσ. ή ζώο) σκοτώνω κπ. κάνοντάς τον κομμάτια: Στρατιώτης διαμελίστηκε από έκρηξη βλήματος. 2. (μτφ.) διαλύω ένα οργανωμένο σύνολο προσώπων, ιδίως κράτος, χωρίζοντάς το σε μικρότερα τμήματα: Οι Ρώσοι επιδίωξαν να διαμελίσουν την Οθωμανική Aυτοκρατορία.
[λόγ. < ελνστ. διαμελίζω]