Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαμαρτύρομαι [δiamartírome] Ρ9β : 1. εκδηλώνω με λόγια ή με έργα την αντίθεση, την αποδοκιμασία ή την άρνησή μου για κτ., το οποίο με αφορά και συνήθ. θεωρείται άδικο ή παράνομο: «~, κύριε πρόεδρε», είπε κι έφυγε από τη συνεδρίαση. Ο λαός διαμαρτύρεται για τη βαριά φορολογία. Οι βουλευτές της αντιπολίτευσης αποχώρησαν από τη βουλή διαμαρτυρόμενοι για τη στάση του προέδρου. 2. (για γραμμάτιο ή συναλλαγματική) αντί του διαμαρτυρούμαι.
[λόγ. < αρχ. διαμαρτύρομαι (αρχική σημ.: `επικαλούμαι μάρτυρες΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- διαμαρτύρομαι.
-
- Διαμαρτύρομαι:
- (Βησσ., Επιστ. 3718).
[αρχ. διαμαρτύρομαι. Η λ. και σήμ.]
- Διαμαρτύρομαι: