Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαμαρτυρόμενος ο [δiamartirómenos] Ο19 θηλ. διαμαρτυρόμενη [δiamartirómeni] Ο32 : οπαδός της χριστιανικής εκκλησίας που δημιουργήθηκε με τη θρησκευτική μεταρρύθμιση του δέκατου έκτου αιώνα· προτεστάντης: Δόγμα / εκκλησία των διαμαρτυρομένων. Οι διαμαρτυρόμενοι απορρίπτουν το αλάθητο του πάπα.
[λόγ. μτχ. ενεστ. του ρ. διαμαρτύρομαι μτφρδ. γαλλ. protestant· διαμαρτυρόμεν(ος) -η]